- ἐρυθροποίκιλος
- ἐρυθρο-ποίκῐλος, ον,A spotted with red,
συνόδοντες Epich.69
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνόδοντες Epich.69
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερυθροποίκιλος — ἐρυθροποίκιλος, ον (Α) αυτός που έχει ερυθρά στίγματα … Dictionary of Greek
ἐρυθροποικίλους — ἐρυθροποίκιλος spotted with red masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek